εξάνθηση

εξάνθηση
Η αποβολή νερού από ορισμένους ένυδρους κρυστάλλους, όταν εκτεθούν στον αέρα, και ο σχηματισμός σκόνης πάνω στην επιφάνειά τους. Η ε. ενός ένυδρου κρυσταλλικού άλατος συντελείται, όταν στη συνηθισμένη θερμοκρασία η τάση των ατμών του νερού στον κρύσταλλο υπερβεί τη μέση τάση των υδρατμών της ατμόσφαιρας. Η απομάκρυνση του νερού προκαλεί μεταβολή στην κρυσταλλική δομή του άλατος και αυτό μετατρέπεται σε σκόνη. Για παράδειγμα, η ε. του ανθρακικού νατρίου του εμπορίου (Na2CO3· 10Η2Ο) μετατρέπει τους κρυστάλλους του σε λευκή σκόνη. Επιπλέον, ε. ονομάζεται η έξοδος ορισμένων αλάτων από ένα σώμα και η εμφάνισή τους στην επιφάνειά του με τη μορφή επιχρίσματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ε. είναι η εμφάνιση επιχρίσματος από πολύ λεπτούς κρυστάλλους ανθρακικού ή θειικού νατρίου πάνω σε τοίχους, που οφείλεται στην αποβολή υγρασίας από το κονίαμα.
* * *
η (Α ἐξάνθησις) [εξανθώ)
1. δερματική αλλοίωση, εξάνθημα
2. άνθισμα, επάνθηση, λουλούδιασμα
νεοελλ.
(χημ.-ορυκτολ.)
1. η μεταβολή σε κονιώδη κατάσταση τών διαφανών κρυστάλλων ένυδρων αλάτων που εκτέθηκαν στον αέρα με την αποβολή τού κρυσταλλικού ύδατος που περιέχουν
2. η εμφάνιση πάνω στην επιφάνεια ενός σώματος επιχρίσματος από άνυδρα άλατα (π.χ. στο σαπούνι) ή η συσσώρευση σκουριάς στην επιφάνεια μετάλλου
αρχ.-νεοελλ. η έκφυση, το φύτρωμα τριχών («ἴουλος, ἡ πρώτη ἐξάνθησις τῶν ἐν τῷ γενείῳ τριχῶν», Σχόλ. Απολλ. Ρόδ.)
αρχ.
απώλεια τής ακμής, τής ανθηρότητας, εξάτμιση, ξεθύμασμα («ἐξάνθησις... τῆς προϋπαρχούσης ὀσμής», Θεόφρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐξανθήσῃ — ἐξανθήσηι , ἐξάνθησις growth of young hair fem dat sg (epic) ἐξανθέω put out flowers aor subj mid 2nd sg ἐξανθέω put out flowers aor subj act 3rd sg ἐξανθέω put out flowers fut ind mid 2nd sg ἐξανθέω put out flowers aor subj mid 2nd sg ἐξανθέω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφίδρωση — η (Α ἐφίδρωσις) [εφιδρώ] η παραγωγή και αποβολή ιδρώτα από τους ιδρωτοποιούς αδένες τού δέρματος νεοελλ. (για πράγματα) εξάνθηση υγρού ή υγρασίας στην επιφάνεια ενός σώματος …   Dictionary of Greek

  • θερμονατρίτης — ο (ορυκτ.) ένυδρο ανθρακικό ορυκτό τού νατρίου, το οποίο απαντά κοντά σε αλμυρές λίμνες ως προϊόν εξάτμισης ή σε άνυδρο έδαφος κατά την εξάνθηση αλάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermonatrite < thermo (πρβλ. θερμ[ο] *) + natr ite… …   Dictionary of Greek

  • κνίδωση — Δερματοπάθεια αντιδραστικού τύπου που εκδηλώνεται τις περισσότερες φορές με εξάνθηση μικρών ή μεγάλων κνησμωδών βλατίδων, με ερυθρωπή φλεγμονώδη περιφέρεια και λευκωπή υπερυψωμένη κεντρική βλάβη. Το εξάνθημα μπορεί να είναι περιγεγραμμένο ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”